- λαβρίζω
- [λάβρα]1. έχω υψηλό πυρετό, ψήνομαι στον πυρετό2. ανάβω, καίγομαι, φλέγομαι3. έχω φλογερά αισθήματα για κάποιον, φλέγομαι από πόθο ή άλλο έντονο συναίσθημα4. (μτβ.) καίω, φλέγω5. μέσ. λαβρίζομαικαίγομαι.
Dictionary of Greek. 2013.